- κηδεία
- ηεκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… … Dictionary of Greek
κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαις — κηδεία care fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)